Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Ο Νικηφόρος ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΙΡΟΣΙΜΑ

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Στον Ρoμπέρτ Οπενχάιμερ» (αποσπάσματα

        6 Αυγούστου 1945 οι Αμερικανοι βαζουν τον...πιο αποτρόπαια ταιριαστο επίλογο στον αγριότερο πόλεμο της Ιστορίας , διαπράττοντας το μεγαλύτερο εγκλημα πολέμου:Πρωί της 6ης Αυγούστου το Enola Gay με αρχηγο πληρώματος τον Πολ Τίμπετς εξαπέλυε το Little Boy, που εν αντιθέσει με το αθώο ονομά του και τη μικρή ποσότητα γραμμαρίων Ουρανίου U 235 που κουβαλούσε , διαλύθηκε σε μια γιγαντια έκρηξη, και ένα πύρινο, πλουμιστό μανιτάρι σκίασε τη Χιροσίμα και την Ανθρωπότητα ολόκληρη κάτω από ενα εκθαμβωτικό φως.
                                   

Άνθρωποι εξαερώθηκανστη στιγμή από την ανάσα του pikadon άφηνοντας στους αντικριστούς τοίχους το αποτυπωμα της σκιάς τους, 
άνυποψίαστοι άμαχοι είδαν το δέρμα τους να λιώνει σαν κερί ξεγυμνώνοντας τα κόκαλά τους και τα μάτια τους να δακρύζουν τον ίδιους τους βολβούς τους.
Στη Χιροσίμα της ατομικής βόμβας  ανεστράφησαν οι αιώνες εξελιξης ,
με τη βλάστηση να επιστρέφει στον οργιώδη ρυθμό της προιστορικής περιόδου όσο η ζωική ύλη δοκίμαζε την πλληρη απισύνθεσή της....
 και επόμενες γενεές των Ιαπώνων της Χιροσίμα έμειναν όμηροι της ραδιενέγειας και των καρκινογενέσεων.
Από τα φιλόφοξα σχέδια ενός επιτελείου φυσικών και στρατιωτικών στο Λος Άλαμος ,στην υλοποίηση του εφιάλτη όταν η επιστημονική γνώση μετουσιώθηκε από την ανθρωπινη νοσηρότητα σε φονικό όπλο αποσύνθεσης της Ζωής ,εγκαινιάζοντας τη Νέα Εποχή, όπως σημείωνε  ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ενώ επέστρεφε από το Μαουτχάουζεν στην πατρίδα και μια επισφαλή ειρήνη...
            Μια πόλη αγροτική με ασήμαντους δήθεν στρατιωτικούς στόχους έγινε σύμβολο της θηριωδίας του πολέμου και τόπος αναφοράς των απανταχού πασιφιστών!
Η μικρή άρρωστη Σαντάκο που δεήθηκε με χίλιους οριγκάμι γερανούς από χαρτί στο νοσοκομείο για την ίασή της απο τη ραδιενέργεια έγινε ένα παγκόσμιο σύμβολο ειρήνης και του Ποτέ Ξανά...Πολλοί από τους πρωτεργάτες της φρίκης όπως ο πρόεδτος των ΗΠΑ Τρούμαν, ο φυσικός  Φέρμι,  ο συντονιστής του σχεδίου Λέσλι  Γκρόουβς ,ή  ο πιλότος Τίμπετς  έμειναν κυνικά αμετανόητοι.
Αρκετοί άλλοι όμως συνειδητοποιήσαν την ενοχή τους και ντρπαπηκαν για το σκοτεινό τους κληροδότημα στις επόμενες γενεες...Ανάμεσά τους ο Σίλατντ, ο Κλωντ Λεδερλι κι ο Οππενχάιμερ.
            
                 
 Το 1955 ο ευαίσθητος ουμανιστής ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος συγκλονισμένος από τα γεγονότα στη Χιροσίμα καιντον εκκωφαντικό τους απόηχο όρθωσε, λοιπόν,  τη φωνή της καρδιάς κοντρα στη στείρα γνώση μετατρέποντας σε ελεγειακό θρήνο τη ρήση του Αριστοτέλη 
"Πάσα Επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία αλλ ου σοφία φαίνεται."
                                       
           Στο ποίημα του επέλεξε τον Αμερικανοεβραίο φυσικό Ρόμπερτ Οππενχάιμερ ,πρωτεργάτη της Ατομικής Βόμβας, ως προσωποποίηση μιας φαύλης επιστήμης που με δουλοπρέπεια υπηρετεί κέντρα εξουσίας και πολεμοκαπηλα συμφέροντα.
Ήταν με αφομή μια συνέντευξη του Οπενχάιμερ, που μέσω των ερτζιανών έφτασε και στη μικρή Ελλάδα.
Ο Οπενχάιμερ ανήκε σε κείνους που μετάνιωσαν για τη συμβολή τους στο πυρηνικό ανοσιούργημα της Χιροσίμα.
Έτσι ο Βρεττάκος, απαντώντας στη δήλωση του διάσημου Φυσικού συνθέτει μια σπαρακτική επιστολή ορθώνοντας την κραυγή των αθώων.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΠΠΕΝΧΑΙΜΕΡ συνιστά το κορυφαίο ίσως αντιπολεμικό ποίημα που γράφτηκε ποτέ και θυμίζει πως τα δεινά της ανθρωπότητας ξεκίνησαν γιατί οι επιστήμονες προπορεύτηκαν προτού  τούς ανοίξουν τον δρόμο  οι Ποιητές, σπέρνοντας όμορφα ιδανικά , σαν του αγαπημένου μας Ελευθερίου που έλεγε 
 "Δεν θα χει δρόμο να διαβούνε
Γιατί ποτέ δεν ήταν  ποιητές 
Το χώμα που πατούν
να προσκυνούνε..." ...

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Στον Ρoμπέρτ Οπενχάιμερ» (αποσπάσματα)
                                                 

Φίλε Οπενχάιμερ,
λάβαμε τις τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά και οι ασύρματοι
πάνε και φέρνουν, σ' όλο τον κόσμο, τη σιωπή 

και τη θλίψη σας.
Και μεις, άνθρωποι απλοί, όπως κάνουμε πάντοτε,
γνωρίζοντας πως ο πόνος κατοικείται από το Θεό
σηκωθήκαμε ορθοί και κρατήσαμε
σιγή πέντε λεπτών μπρος τη θλίψη σας,
με σκυμμένα τα πρόσωπα
και σταυρωμένα τα χέρια μας.

Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι·
δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. 
Η πράξη σας έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τ' ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.
Σε τί θα ωφελούσε ν' αφήσουμε τώρα
την καρδιά μας αδέσποτη κάτω απ' τα δάκρυά μας;
Σε τί θα ωφελούσε να κάτσουμε δίπλα σας
αντίκρυ στο σύμπαν; 
Σας παραδίνουμε 
στη μακροθυμία των αιώνων 
κι ευχόμαστε
ν' αξιωθείτε τη χάρη της.

Τί να σας κάνουμε; 
Πού να σας κρύψουμε;
 Όπου κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου.

Δεν είναι στο χέρι μας.
Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του σύμπαντος δεν θα σας ήθελε.
Εμείς, άνθρωποι απλοί, που ο Θεός 
μάς γυρίζει τα φύλλα των ημερών,
που λογαριάζουμε τη ζωή μας με την ανατολή του ηλίου
που υπογράφουμε στην καθαρή μας καρδιά 
τα πεπραγμένα μας με τη δύση του,
που αγαπάμε το χώμα και το σύννεφο του ουρανού,
γιατί μαζί με τον άνεμο και την παρεμβολή του φωτός,
μεγαλώνουν τα στάχυα στο μικρό μας ορίζοντα,
σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε 
με πόσα δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;
Δεν είχατε δάκρυα να μετρήσετε;
Δεν σας φτάναν οι αριθμοί για την εξίσωση της αλήθειας;
Ποτέ δεν σταθήκατε, μόνος προς μόνον,
 αντίκρυ στα μάτια μας
κι αντίκρυ στο θαύμα του χεριού τ' αδερφού σας;[ ...]
Σας διέφυγε πως σε ένα αιμοπετάλιο μέσα
 χωράνε χίλια κόκκινα τριαντάφυλλα;

Πώς σας διέφυγε,
φίλε Οπενχάιμερ,
—ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα— ο άνθρωπος;

Από μας και για μας ξεκινούν
 οι οδοί και τα έργα του σύμπαντος. 
Χωρίς εντολή
πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ;

Χωρίς συγκατάθεση
είσαστε όλοι παράνομοι
κάτω απ' τον ήλιο...
[...]
Φίλε Οπενχάιμερ, βάζοντας τ' αυτί σας στο χώμα,
στο βάρος, στο βάρος, στο βάρος 
που υπάρχει σ' ένα ψίχουλο άμμου,
 θ' ακούσατε τη διπλή του βοή.
 Μοιρασμένο το φως και το σκότος στα βάθη του,
το καθένα τους χωριστά, περιμένουν. 
Το φως περιμένει το χέρι μας.
 Το σκότος το λάθος μας.
«Προσέξετε! Φίλοι προσέξετε!»
Δεν ακούσατε, φίλε Οπενχάιμερ,
που σας φώναζε κάποιος; Δεν τον είχατε ακούσει ποτέ;
Δεν γνωρίσατε τη φωνή της αγάπης;
Κ' έτσι γίνατε θάνατος! Κ' έτσι γίνατε τρόμος!
Μάνα μας! Μάνα μας!
Θεέ μου,
τι την ήθελες πλάι στην καρδιά
 την προδοσία του Πνεύματος;
*
«Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!»
Δεν έχετε ούτε τη δύναμη
να φωνάξτε, παρών;

Σήκω απάνω κατηγορούμενε!
Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!
Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες.
Καταδικάστηκες τελεσίδικα:
να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος 
ωςτο τελευταίο λυκόφως.
[...]
Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου
 τα 'χω ξεθάψει απ' τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν' ανοιγοκλείνει.
Τ' άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο,
δε μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, να 'χει ένα όνομα.
Δε μπορεί πια Ρομπέρτ! 
Κοίταξέ με καλύτερα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρομπέρτ, δε με γνώρισες; 
Ο αδελφός σας Ρομπέρτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα 'δωσα όλα,
που σας έχτισα τ' αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ' εσείς, αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ' τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής 
κ' έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες τα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε στο σκοτάδι.

Τί θέλετε, φίλε Οπενχάιμερ. Τί γυρεύετε τώρα;
 Δεν έχει, δεν έχει!
Τα μάθαμε όλα: πως φτιάξατε ένα κελί από τύψεις 
και κλειστήκατε μέσα,
πως περνάτε τις μέρες σας κλαίγοντας.
Πως το κορμί σας ταράζεται τώρα, 
σαν ένας μικρός χωματόλοφος σε ώρα σεισμού. 
Τα μάθαμε όλα.
Αδιάφορο. Εμείς ήρθαμε να χορέψουμε.
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.

Δε σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,
σας φωνάζω απ' το παράθυρο του αδελφού σας,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα - δώθε...
Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε, 
τρίζουντα καρφιά τους στα νεύρα σας, ματώνουν, 
ενώ ένα κοπάδι καρκίνοι με μαύρες δαγκάνες,
βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.
[...]
Τόσο ψηλά που ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; 
Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας; 
Δεν είδατε
τους λύκους πλάι του; 
Πάνω του τις καταιγίδες;
Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές,
 απ' τον καιρό της φωτιάς,
σ' εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του 
ξεκοκκίζοντας το σκοτάδι,
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλιους σταθμούς,
την ξεκινήσανε απ' τον πηλό, 
την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια,
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχεια και σεις,
σα να μην είμαστε, φίλε Οπενχάιμερ, 
παρά λίγη άμμος στη φούχτα σας,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους, 
τα λουριά μας, τις χύτρες μας,
τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα.
 Δεν είδατε, φίλε Οπενχάιμερ,
το γέρο τεχνίτη των αιώνων που καθόταν εκεί
σε μια γωνιά λυπημένος;
 Δεν είδατε τα σεβάσμιά του γένια
 που πήγαιναν κ' έρχονταν τρέμοντας
όπως σήκωνε την ποδιά να σκουπίσει τα μάτια του;
Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι;
 Τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι 
γύρω απ' την πρώτη σας έκρηξη;
Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ.
Το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.
[...]
Τι μας χρειάζονται οι μαρτυρίες; 
Την έχουμε την απολογία σας.
Μας την είπατε την αλήθεια σας. 
Μας τη δείξατε την αλήθεια σας.
Συννεφιές αναμμένες γυρίζουν από έρημο σε έρημο,
αναζητώντας ανθισμένες κερασιές, πόλεις αμέριμνες,
παιδιά που παίζουν στις αυλές, στα πάρκα και στα λιβάδια,
μητέρες που στολίζουνε το δέντρο των Χριστουγέννων.

Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά μέσα στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει,
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα,
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: 
Σκεπασμένη μ' ένα τραπεζομάντηλο μαύρο της επιστήμης
η Άγια Τράπεζα πενθεί· 
κ' εσείς σκυμμένος
με σωριασμένο πάνω της το πρόσωπό σας,
κλαίτε κι ονειρευόσαστε να μην είχατε γεννηθεί,
ενώ το στήθος σας φέγγει
 (μυριάδες κεριά,  του κάκου στο βάθος σας
 προσπαθούν να φωτίσουν
τις γωνιές της ψυχής σας, αναμμένα απ' τη θλίψη σας).
Κλαίτε, φίλε Οπενχάιμερ; Περιμένετε τίποτα; Όχι.
Όχι, φίλε Οπενχάιμερ, δε θα σας αφήσουμε
να ξαναβγείτε πια ποτέ μες απ' αυτόν το νεκροθάλαμο.
[...]
Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ' αυτό που μου μένει.
Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι του συνανθρώπου μας
να βρέξουνε τα μάτια μου, όλη τους τη βροχή, στο πρόσωπό του,
να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντίλα της ψυχής μου,
να διπλώσω τ' άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου —
(ω, δε θα σας κατηγορήσω άλλο πια!)
Φίλε Οπενχάιμερ, όλοι
έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του.

Πηγή Φωτο: ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ


[πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα ποιήματα, τ. Α΄. Με ένα σχέδιο του Επαμεινώνδα Λιώκη, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1981, σ. 227-239]


ΜΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΣΠΟΥΔΗ ΠΑΝΩ στο ΓΡΑΜΜΑ του Βρεττακου απο τον ΝΙΚΟ ΚΑΛΛΙΤΣΗ 

                                                   
     
                                                     


                                                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου