Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

ΣΕΡΒΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (2): Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς. Στόμα Γεμάτο Χώμα

                                                             Στόμα Γεμάτο Χώμα, Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς
                                                                  Κατηγορία: Σερβική Λογοτεχνία
                                                                     Είδος: Κοινωνικό/Φιλοσοφικό
                                                                         Βαθμολογία 10/10

Μετάφραση Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης
Ημερομηνία Έκδοσης 1η Φεβρουαρίου 1977
Τίτλος Πρωτοτύπου Usta puna zemlje

Έκδοσεις Παρασκήνιο

Μετά τα έργα του Ίβο Άντριτς το εμβληματικότερο ίσως έργο της σέρβικης λογοτεχνίας, είναι το
"Στόμα Γεμάτο Χώμα" του Μπράνιμιρ Στσέπάνοβιτς, μια νουβέλα συμπυκνωμένων νοημάτων και οδυνηρού λυρισμού, που σε απορροφά σε ένα κρεσέντο υπαρξιακής αγωνίας...
Η Ασκητική της Σερβίας θα μπορούσαμε τολμηρά να συνοψίσουμε...

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ένας 45χρονος χημικός μηχανικός, στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του, ζητάει να επιστρέψει στη γενέτειρά του στο Μαυροβούνιο για να πεθάνει εκεί...
Πασχίζοντας να αποφύγει κάθε ανθρώπινη παρουσία καταφεύγει στα δάση.Εκεί τον εντοπίζουν δυο κυνηγοί και τον παίρνουν στο κατόπι για να ξεκινήσει μια καταδίωξη ανεξήγητη, με κλιμακούμενη αγριότητα...

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Το "Στόμα Γεμάτο Χώμα" κυκλοφόρησε το 1974 κι έκανε αίσθηση με την ιδιαιτερότητά του..
Όπως γίνεται εμφανές δεν πρόκειται για κάποιο μυθιστόρημα με πλούσιο πλοκή, αλλά για μια παραβολή λυρικής διάθεσης και δυνατών συμβολισμών. Τα θρυλικά γεμάτα σημειολογία σκίτσα από τον Radomir Reljic συμβάλλουν στην ατμόσφαιρα του βιβλίου συμπαρασέρνοντας τον αναγνώστη σε μια σπειροειδή καταβύθιση προς τα εσώτερα στρώματα της ύπαρξης του:Εκεί που εκκολάπτoνται η λάβα της ψυχής και τα μεταλλεύματα του νου.
Στο επίκεντρο, ένας απεγνωσμένος άντρας που πορεύεται χωρίς προορισμό και χωρίς όραμα στην ύστατη μοναξιά. 
          Η νουβέλα του Στσεπάνοβιτς εξελίσσεται με εναλλασσόμενη εστίαση- από τη μια δηλαδή παρατίθενται οι σκέψεις του μοναχικού  φυγά που ζητά εναγωνίως να αποδράσει από τον ίδιο του τον εαυτό, από την άλλη σκιαγραφούνται οι διώκτες του.
       Ενώπιον του θανάτου ο μοναχικός ταξιδιώτης αναζητά να επιστρέψει στην πατρογονική γη, να πάρει δύναμη από αυτήν, σαν τον μυθικό Ανταίο αλλά και να διαγράψει τον "τέλειο" κύκλο της ύπαρξής του για να επαναπατριστεί στον χθόνιο προορισμό...Στο πέρασμά του συμφιλιώνεται με όλη την πλάση ξανά.
Φτάνει ως την Οξιά, ως άλλος Ιούδας της συνείδησής του, αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στη ανάπαυση που προσφέρει και στον πειρασμό αυτοχειρίας.Έτσι η Οξιά υποβάλλει τη δική της σημειολογία, όπως ακριβώς η καταραμένη Συκιά ή η απειλητική Καρυδιά της βαλκανικής παράδοσης...( τη συναντάμε και στο πιο mainstream ανάγνωσμα της εκλιπούσης Γιώτας Φώτου "Στης Καρυδιάς Τον Ίσκιο")
Το "Στόμα Γεμάτο Χώμα"του Στσεπάνοβιτς, ως υπαρξιακό δράμα, στέκεται στον αντίποδα της κλειστοφοβίας που συναντάμε στο Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι: Εδώ η μόνωση διαστέλλεται στον χώρο ψηλαφεί, μυρίζει, γεύεται και παραδίδεται στα χρώματα του φυσικού τοπίου.
Κι όσο ο πρωταγωνιστής αναζητά την ελευθερία τόσο το πλήθος που τον καταδιώκει αυξάνεται με αριθμητική πρόοδο κι αγριεύει, εντείνοντας το μίσος ενόσω τον καταδιώκει .
Κοινωνιολογικά, αυτή η αντιδραση είναι η ανάγκη των πολλών για την κατακραυγή προς έναν Άλλον που θα μας απαλλάξει από την αναμέτρηση με τον εαυτό μας...Είναι το θηρευτικό ένστικτο της αγέλης κι αυτό που διαρκώς μαθαίνει ο άνθρωπος όπως αναφωνεί η Νίνα του Τσέχωφ:
"Να σκοτώνει, να αφανίζει ανυποψίαστους Γλάρους γιατί δεν βρίσκει κατι καλύτερο να κάνει τη ματαιωμένη του ύπαρξη..." Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι οι ελεύθεροι, οι αυτόνομοι κι οι πρωτοποροι εξαγριώνουν την υπόδουλη μάζα, που ζηλόφθονα ζητά να τους αφομοιώσει.
Το Πλήθος στήνει πάντα Σταυρούς, Πυρές, Καυκάσους κι αποσπάσματα για τους πρωτοπόρους του.
Θυμίζει ένα σημείο από τους Αδερφοφάδες του Καζαντζάκη" Είναι ελεύιερος...Σκοτώστε τον!"
Ο πραγματικά ελεύθερος όμως κατορθώνει να νικήσει συγχωρώντας πρώτα τον ίδιο του τον εαυτό.Γιατί αυτόν πρέπει να αντιμετωπίσει, αντέχοντας τους καλειδοσκοπικούς αντικατοπτρισμούς του πάνω στους άλλους.Η οργή προς τους άλλους είναι οργή προς τον εαυτό μας.
Ο πραγματικά ελεύθερος δεν φοβάται τον θάνατο κι έτσι απελευθερωμένος ατενίζει ουρανό.
Μια παράξενη νίκη, μια μακαριότητα που κατάματα κοίταξε την απόγνωση.
 Με το "Στόμα Γεμάτο Χώμα" ο Μπράνιμορ Στσεπάνοβιτς συνθέτει την Ασκητική της Σερβίας, καθώς διατηρεί την ίδια ατμόσφαιρα με αυτήν που υποβάλλει ο Καζαντζάκης στη δική του "Βίβλο" και αφουγκράζεται το μεγαλείο της ζωής στα μικρά κι απλά.
Με ευλάβεια στα ακατέργαστα συστατικά της φύσης, με απλωμένα χέρια σε έναν χορό θανάτου που συμφιλιώνεται με τη ζωή, ως άλλος Ζορμπάς, ο ήρωας πορεύεται να ανταμώσει τη μοίρα του.
"Αναφέρεται" κι ο ήρωας του Στσεπάνοβιτς στον δικό του "Γκρέκο",  στον δικό του Παππού, όπως ο Κρητικός φιλόσοφος- συγγραφέας στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο.
Πρόκειται για τον παππού Γιόκσιμ, έναν παράξενο Διγενή, που αναμετράται με τον θάνατο χαμογελώντας.
Έίναι κι ο γερο-Γιόκσιμ ένας γενναίος Σίσσυφος που ξεγελά τον Χάροντα, σα φιγούρα βγαλμένη από Μυστήρια παγανιστικά, από μελωδίες αρχέγονες κι από την πένα του Κ.Χ. Μύρη όταν - υπό τη μελωδία της Καραϊνδρου- έβαζε τους Έλληνες να "καλωσορίζουν στον νεκρικό τους θάλαμο τον Μαύρο Καβαλάρη με ένα σταμνί νερό να ξεδιψάσει αυτός και το άτι..."...
Kαι...με όλην την άγια αποκοτιά του, ο παππούς Γιοκσίμ μπορεί να νιώσει την αρχοντιά που ζητά ο Καζαντζάκης, προτρέποντας να μην αφήσουμε στον Χάρο παρά λίγα κόκκαλα" (κάτωθι τραγούδι)
Ο διαβατης αναζητά τη δική του ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ όπως ο Μαρκόπουλος την αναζήτησε στους αρχετυπικούς ήχους της κρητικής γης.
Και τελικά η Ιθάκη του ήρωα που πορεύτηκε στη δική του βωβή Οδύσσεια ήταν ένας νόστος που δίδαξε ότι Πατρίδα είναι το Χώμα".
Κι αφού "Εν αρχήν ην ο Λόγος" και εκφραστής του ανθρώπινου Λόγου(της Σκέψης δηλαδή) είναι το Στόμα, η χωμάτινη κληρονομιά σφράγιζει, λοιπόν, αυτό το στόμα, το ανθρώπινο, ως στερνή του αποστροφή σε μια συντριπτική θεολογία:"Χους ην και εις χουν απελεύσαι"
Από το Χώμα αναφύεται ο άνθρωπος "σαν χλόη" που λέει πιο ελπιδοφόρα ο Καζαντζάκης, κλείνοντας την Ασκητική ,κι εκεί ο άνθρωπος κλείνει τον κύκλο του "λίπασμα για τις επόμενες γενεες" όπως το οραματίστηκε στην ποίησή του ο Γιάννης Ρίτσος στο νεκρικό του σημείωμα, στο σπίτι του στη Μονεμβασιά....
Παρά το μικρό της μέγεθος η νουβέλα "Στόμα Γεμάτο Χωμα" παρουσιάζει μια ιδιόρρυθμη αυτάρκεια 
Μια ελεγεία της ύπαρξης που ψάχνει την Ελευθερία μέσα στη μοναξιά που απαλλάσσει τον άνθρωπο από βουερά προσχήματα και του επιστρέφει στον εξόριστο την ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ του, αποκαθιστώντας τη σχέση με τη γη του, με τις "πάτριες πέτρες" του στις οποίες αποδίδει προσκύνημα και ο Κ.Χ. Μύρης ως απώτατο ζητούμενο....
Μια Ποίηση του Θανάτου που πολύ αγάπησε τη ζωή είναι το "Στόμα Γεμάτο Χώμα" κι έτσι ξεχωρίζει ως ένα φιλοσοφικό δοκίμιο απλό ουσιαστικό αλλά τόσο ταπεινό όπως το χώμα που το "γέννησε θαυματουργά"..
                                              

                                                       ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΠΟ ΤΟ biblionet.
Ο Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς (Branimir Scepanovic) γεννήθηκε το 1937 στο Τίτογκραντ. Εξέδωσε τα βιβλία "Πριν από την αλήθεια" (διηγήματα, 1961) "Ντροπιασμένο καλοκαίρι" (μυθιστόρημα, 1965), που μεταφράστηκε στα πολωνικά, ουγγρικά, σλοβένικα, "Στόμα γεμάτο χώμα" (μυθιστόρημα, 1974), που μεταφράστηκε στα γαλλικά (4 εκδόσεις), ελληνικά (3 εκδόσεις), ρώσικα (2 εκδόσεις), πολωνικά, ουγγρικά, σλοβένικα, αλβανικά, γιαπωνέζικα, σουηδικά αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά δανέζικα και φιλανδικά. "Ο θάνατος του κυρίου Γκόλουζα" (διηγήματα, (1977), που μεταφράστηκε σε 26 γλώσσες. "Η απολύτρωση" (μυθιστόρημα, 1980), που μεταφράστηκε στα γαλλικά, γερμανικά, ελληνικά, ουγγρικά, τσέχικα και πολωνικά. Τα διηγήματα του Στσεπάνοβιτς μεταφράστηκαν σε 24 γλώσσες και εντάχθηκαν σε 22 ανθολογίες στη Γιουγκοσλαβία και το εξωτερικό. Το διήγημα "Ο θάνατος του κυρίου Γκόλουζα" (μοναδικό έργο απ' τη γιουγκοσλαβική λογοτεχνία) εντάχθηκε στην επιλογή παγκοσμίου διηγήματος του Τσαρλς Άνγκοφ το 1969 στις Η.Π.Α., και στην ανθολογία Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Διηγήματος που εκδόθηκε το 1977 στη Δανία.
Με σενάρια του Στσεπάνοβιτς γυρίστηκαν πολλά κινηματογραφικά έργα, και βραβεύτηκε τόσο για τα σενάριά του όσο και για τα βιβλία του πολλές φορές στη Γιουγκοσλαβία και το εξωτερικό.


ΥΓ Μια ακόμη  καλοδουλεμένη κριτική, που ανακάλυψα, μάλιστα, πως συγκλίνει προς τη δική μου οπτική είναι το εξαιρετικό άρθρο της Μαρίας Ματαλά για το βιβλίο του Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς(πατήστε εδώ)

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

ΣΕΡΒΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (1) : Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς, Όταν Άνθιζαν Τα Κολοκύθια

                                               Όταν Άνθιζαν Τα Κολοκύθια, Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς
                                                                                Κατηγορία:Σέρβικη Λογοτεχνία
                                                  Είδος:Κοινωνικό
                                                                                Βαθμολογία 8,5/10
Μετάφραση: Λεωνίδας Χατζηπροδομίδης
Σελίδες : 110
Εκδόσεις: Παρασκήνιο ( Σπ. Μαρίνης)
Χρον. Έκδοσης: 1968

Τιμή : 10,60- 7,42
Τίτλος Πρωτοτύπου: Кад су цветале тикве  ή Kad su cvetale tikve.

Ποιος δε γνωρίζει τον κινηματογραφικό Ρόκυ με τον Σιλβέστερ  Σταλόνε;
Στο πλαίσιο της Λογοτεχνίας, πάντως ξεχωρίζει ο...πυγμάχος του Τζακ Λόντον, μια κοινωνική καταγγελία ενάντια στην Πυγμαχία όπου αρχές του 20ου αιώνα άνθρωποι αλέθονταν στην ασυδοσία των παράνομων στοιχημάτων.
Η Σερβία ωστόσο εισηγείται τον δικό της ήρωα Πυγμάχο, τον Σπουργίτη Σρετενοβιτς, που μας τον συστήνει μέσα από ένα μεταπολεμικό δράμα η πένα του Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο Σέρβος μετανάστης "Λιούμπα" Σρετένοβιτς ζει με τη γυναίκα του την Ίλζε
και τον νόθο γιο εκείνης, τον μικρό Άνρε...
Κάπου κάπου αναπολεί τα πρώιμα χρόνια του στη Γιουγκοσλαβία.
Μια Γιουγκοσλαβία της φτώχειας και μιας τραχιάς αθωότητας, στη σκιά του Τίτο.
Στις αναμνήσεις του ξετυλίγεται μια άγρια νιότη στο σερβικο προάστιο Ντουσάνοβατς με τις συμμορίες των δρόμων να κυριαρχούν και τον έρωτα να γίνεται διακύβευμα αντρικής επιβολής.
Ντράγκανσε, Στόλε, Μαιμούνι...Πλάι τους σα σκιές παραστατίδες, η θεία Ρούζα, η Μίλινκα, Ντούσιτσα:
Μια μικροκοινωνία, ακατέργαστη, σκληρή, βίαιη,  όπου η φιλία ακούει σε άγραφους κανόνες, με αμείλικτη νέμεση για τους παραβάτες...
Ενώ ο νεαρός Λιούμπα αρχίζει να διακρίνεται στο άθλημα της Πυγμαχίας ως ένα πολλά υποσχόμενο ταλέντο, βλέπει ένα ιδιότυπα καχύποπτο καθεστώς να σκορπίζει την οικογένειά του στους πέντε ανέμους...
Κι ενώ ο νεαρός πυγμάχος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη λαχτάρα της νίκης και το fair play, μια φριχτή απώλεια προκαλεί την ίδια του την τιμή, και "ζητά" αίμα για να ξεπλυθεί, μια ανοιξιατικη μέρα,ακριβώς τότε που.." ανθίζουν τα κολοκύθια"...

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
"Έχεις δει ποτέ γαμημένα άνθη κολοκυθιάς;", διερωτάται 
μπροστά στον δήμιό της η ασθμαίνουσα ζωή, σε μια αγωνία πρόωρου θανάτου, που παραπέμπει στη σολώμεια αντιπαραβολή "των μύρων της άνοιξης με τη σκιά του θανάτου" στους "Ελεύθερους Πολιορκημένους" ή στο σπαρακτικό, λεβέντικο παράπονο του Αθανάσιου Διάκου, που ενώ τον σούβλιζαν αναφωνούσε
                                                   Για δες καιρό που διάλεξε 
                                                                     ο Χάρος να με πάρει
                                                                              τώρα που ανθίζουν τα κλαριά
                                                                     και βγάζει η γης χορτάρι
Εδώ όμως δεν υπάρχει καμιά αυτοθυσία, κανένας αγωνιστής της Λευτεριάς.Κανένας ηρωισμός δεν εξυμνείται στη νουβέλα αυτή, κανένα ανώτερο ιδανικό.
Με το "Όταν Άνθιζαν Τα Κολοκύθια" ο Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς συνθέτει μια ωδή στους αντιήρωες σε ένα κλίμα άκρως αντιεπικό.
Εκείνοι που ενδιαφέρουν τον συγγραφέα δεν είναι ούτε οι αναμορφωτές, ούτε οι επαναστάτες, ούτε οι εξουσιαστές.
Είναι οι μικροί καθημερινοί ανθρωποι, που μοχθούν για την επιβίωση και διαβαίνουν τις χαμοζωές τους ανύποπτοι για τα τερτίπια της Πολιτικής, που τους σαρώνουν σαν αναλώσιμα.
Είναι εκείνοι οι...κομπάρσοι θαρρείς των μεγάλων στιγμών της Ιστορίας που υφίστανται όμως όλες τις συνέπειες των φιλόδοξων αποφάσεων και των Μεγάλων Ηγετών με τις "μικρές καρδιές".
Ο Μιχαήλοβιτς παραμερίζει λίγο τις..."σπουδαίες  προσωπικότητες" και μας σεργιανίζει στα βρόμικα σοκάκια του Ντουσάνοβατς όπου κυριαρχούν οι αυτοσχέδιες συμμορίες νεαρών αντρών που αποπροσανατολισμένοι αναζητούν έναν σκοπό στη ζωή, μια δεκαετία μετά τον Πόλεμο και το σχίσμα μεταξύ Τίτο και Στάλιν.
    Για να τους παρακολουθήσει ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια γλώσσα απλή, με απενοχοποιημένη ελευθεριότητα όπως μόνον οι αντρικές κουβέντες μπορεί να έχουν.

Κουβέντες που στάζουν ιδρώτα κι αίμα και παραπέμπουν λίγο στο ύφος του Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Μια γλώσσα που μπορεί κάπου ενοχλήσει τους λάτρεις του περίτεχνου λόγου.Ο Μιχαηλοβιτς επιτυγχάνει την πηγαία, επιθυμητή προφορικότητα παρουσιάζοντας το έργο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τον κεντρικό πρωταγωνιστή, γεμάτη με θράσος και λαϊκότητα.
Πρόκειται για τον ωραίο Λιούμπα, με το όνομά του να έλκει την ετυμολογική του ρίζα από τη σλάβικη λέξη Λιούμποφ= Αγάπη. Κάτι σαν το δικό μας "Αγάπιος".) 
Ο Λιούμπα συγκεντρώνει τα στοιχεία ενός τραχύ αλλά καλόκαρδου εκκολαπτόμενου αθλητή που η καριέρα του ανακόπτεται απο την ίδια τη ζωή.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τα μυστικά του Πυγμάχου και τα όρια της αθλητικής ηθικής ακόμη και σε ένα άθλημα τόσο άγριο...Ο Μιχαήλοβιτς σε αυτό παραλαμβάνει τον σπόρο του προβληματισμού που έθεσε ο Τζακ Λόντον γύρω από τη φύση και τα ηθικά όρια του μποξ, συμβάλλοντας σε μια συστηματοποιηση κι έναν εξευγενισμό του.
Γύρω από τον Σρετένοβ
ιτς, ο Μιχαήλοβιτς χαρτογραφεί ένα τοπίο ηθικής παρακμής όπου παρελαύνει ένας θίασος cult πρόσωπων.Ο κόσμος αυτός έχει όλο τον πρωτόλειο αυθορμητισμό ακατέργαστων κοινωνιών.
Φίλοι όπως ο Νταγκάντσε και άτυποι ανταγωνιστές σαν τον Στόλε πλαισιώνουν τον Λιούμπα.
Ανάμεσά τους ένας πολιτικός κρατούμενος ο Βλάντα που τις περιπέτειες του στο Γυμνό Νησί των αντιφρονούντων υπαινίσσεται ο Μιχαηλοβιτς (περιπτώσεις σαν τη δική του της συναντάμε στην "Εποχή Της Εξουσίας" του Τσόσιτς)
Στο παρασκήνιο οι γυναικείες φιγούρες ακολουθούν τον δικό τους ανήφορο.
Η Γυναίκα στον Μιχαήλοβιτς προβάλλει ηθικά ανώτερη από τον άντρα με τονισμένη όμως την υποβαθμισμένη της θέση, οπτική απόλυτα αναμενόμενη στα συντηρητικά Βαλκάνια του 1968.
Στο
 "Όταν Ανθίζουν Τα Κολοκύθια", η γυναίκα υπάρχει ως αθέατη φιγούρα που στηρίζει με ιώβεια υπόμονη το οικοδόμημα της οικογένειας,
είτε ως τρόπαιο κακόβουλου ανδρισμού και κοκορομαχιών του δρόμου,
είτε -ακόμη χειρότερα- ως αθώο θύμα ανόσιων ορέξεων.
             Σε όλο το έργο υπάρχει ένα σκληρό περίβλημα όπου ο έρωτας κρύβεται επιμελώς κάτω από το πρόσχημα ενός επίπλαστου κυνισμού. Πίσω από αυτόν κοχλάζει ένας συναισθηματισμός που αποδεικνύεται από πράξεις, καθώς η δύσκολη ζωή δεν επιτρέπει ονειροπολήσεις ή τη χρονοτριβή του λυρισμού.
Αυτά είναι τα πρόσωπα κι 
ο Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς τα τοποθετεί σωστά, ενόσο σκηνοθετεί το μυθιστόρημα του πάνω στη φόρμα μιας αυθεντικής αρχαίας τραγωδίας με την κατάλληλη διαδρομή ως την κορύφωση. 
Μιας τραγωδίας που χωρίς ίχνος πολιτικής αναφοράς πολιτικολογεί επί της ουσίας, θίγοντας τη βία στη ζωή του καθημερινού ανθρώπου.
Η κορύφωση που έρχεται σαν την αρχαιοελληνική νέμεση, αποδεικνύει το οδυνηρό βίωμα του Πολεμου έχει χαραχθεί τόσο βαθιά στο συλλογικό ασυνείδητο που μεταφέρεται από την πολιτική στην καθημερινή συνύπαρξη.
Κάθε έκφανση της πλοκής ακόμη και το ίδιο το αθλημα του πρωταγωνιστή ενέχει μια έκφραση αντίθεσης, μίσους κι επιβίωσης του Ισχυρότερου.
Απόλυτα αναμενόμενο για μια χώρα φλογισμένη από το πάθος και το μπαρούτι, όπως η Γιουγκοσλαβία, που δεινοπάθησε ανά την Ιστορία από τον ζόφο της Τουρκοκρατίας, ως τους Βαλκανικούς, τους 2 Παγκοσμίους και τα μίση των ετερόκλητων εθνότητων της.Μια
 χώρα που στη ράχη της σέρνει τα κόκκαλα των σφαγμένων παιδιών της αλλά και των φλόγερών αγωνιστών της και μετά από ένα Εμφύλιο, ακόμη πορεύεται τον Γολγοθά μιας αμφίρροπης ειρήνης.
Από το Κοσσυφοπέδιο του Λάζαρου και τον πύργο του Τσεγκάρ μεχρι τη γενοκτονία στο Γιασένοβατς, τους αδούλωτους Παρτιζάνους και το προσωποπαγές καθεστώς με την αδιαλλαξία που κάλυψε κ ουδέποτε επέλυσε τις εθνοτικές διαφορές, οι Γιουγκοσλάβοι έφεραν το στίγμα του πολέμου.
          Αυτή ακριβώς, λοιπόν, η κληρονομιά του πολέμου αποτυπώνεται συμβολικά στη νουβέλα του Μιχαηλοβιτς μέσα από το δράμα των προσώπων, που την ακολουθούν σα μια αιματηρή ειμαρμένη εκόντες άκοντες...
Έκδηλη όμως γίνεται κι η επιθυμία του ήρωα , του Λιούμπα να αποτινάξει αυτό το συλλογικό εθνικό τραύμα από την ψυχή του και να αλλάξει πορεία, αναζητώντας την τύχη του στη Σουηδία.Ο Καβάφης, όμως, έχει ήδη προδιαγράψει το πεπρωμένο αυτής της ταλάνισμένης , δραπέτιδας ψυχής που αποζήτησε τη διαφυγή της
"Η Πόλις Θα Σ' Ακολουθεί"...
         Και , " κάπως έτσι" το βιβλίο "Όταν Ανθίζουν Κολοκύθια" γίνεται μια κοινωνική νουβέλα για τα πάθη των καθημερινών ανθρώπων που συνθλίβονται από την Ιστορία...

                                                                   
                                     ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ DRAGOSLAV MIHAILOVIC

                                             
O Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς γεννήθηκε 17 Νοεμβρίου 1930 στην πόλη Τσούπρια της Σερβίας.
Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολική Βελιγραδίου το 1957.
Το 1950 συνελήφθη κι έμεινε εξόριστος στο "Γυμνό Νησί".
Έχει κάνει απίθανες δουλειές για να επιβιώσει.
Το πρώτο του βιβλίο Φρέντε, καληνύχτα" μια συλλογή διηγημάτων, που δημοσιεύτηκε το 1967 κι απέσπασε το Οκτωβριανό Βραβείο Βελιγραδίου.Το 1968 δημοσιεύτηκε η νουβέλα "'Όταν Άνθιζαν Τα Κολοκύθια", που μεταφράστηκε στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά και στα ισπανικά, στα σλοβένικα,στα σουηδικά, στα βουλγάρικα και βέβαια, στα ελληνικά!
Το 1975 δημοσιεύεται το Στεφάνι της Πετρούλας που απέσπασε Βραβείο Άντριτς κι έτυχε κινηματογραφικής και τηλεοπτικής μεταφοράς, έχοντας μεταφραστεί στα ρωσικά, στα πολωνικά,στα ουγγρικά.
Το 1983 δημοσιεύτηκε ο πρώτος τόμος από το Μυθιστόρημα "Οι Άνθρωποι Με Τις Μπότες" που βραβεύθηκε από το περιοδικό ΝΙΝ το 1984.
Από το 1981 είναι αντεπιστέλλον μέλος της Σέρβικης Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών.

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Έριχ Κέστνερ, ΛOYIZA & ΛΟΤΗ ( Das doppelte Lottchen)

                                              Λουίζα και Λότη (Das Doppelte Lottchen), Έριχ Κέστνερ)
                                                                                          Είδος: Κοινωνικό Παιδικοεφηβικό
                                                                                       Βαθμολογία: 10/10

          
 Σελίδες: 184
Μετάφραση Κίρα Σίνου
Tίτλος Πρωτοτύπου :Das Doppelte Lottchen
Ημερομηνία Έκδοσης: 1989

Παιδική Συλλογή : ΛΩΤΟΣ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
 

Το 2018 κυκλοφόρησε η ολοκληρωμένη εκδοχή του Φαμπιάν απο τον Έριχ Κέστνερ όμως τα παιδιά της γενιάς μου έχουν τις καλύτερες αναμνήσεις από τον Γερμανό συγγραφέα ήδη από την παιδική τους ηλικία με τα συγκινητικά του παιδικά μυθιστορήματα.
O Έριχ Κέστνερ, ένας από τους Γερμανούς συγγραφείς που απαγορεύτηκαν στη ναζιστική Γερμανία, πράγματι διακρίθηκε για την ευαισθησία του απέναντι στα Παιδιά.
Τα βιβλία του γράφτηκαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα παρόλαυτα παραμένουν ζωντανά κι αγγίζουν διαχρονικά τις παιδικές ψυχές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Γνωστότερο είναι το παιδικό του βιβλίο "Η Τάξη Που Πετάει"
Ανάμεσα , σεόλα τους, ξεχωρίζει το βιβλίο "Δυο Φορές Λότη", που στα ελληνικά απόδόθηκε ως "Λουίζα και Λότη" , ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που συγκινεί τώρα 5 γενιές παιδιών κ ιδιαίτερα κοριτσιών...
Ένα βιβλίο που κάθε κοριτσάκι αξίζει να γνωρίσει και το συστήνω σε κάθε γονέα.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το καλοκαίρι στην κατασκήνωση του Μπούλζεε συνατιούνται πρώτη φορά δυο κοριτσάκια που από ενά καπρίτσιο της μοίρας μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό.
         Παρόλαυτα στο γλυκό τους προσωπάκι σταματούν οι ομοιότητές τους καθώς η Λουίζα Παλφυ έχει μπουκλίτσες ατίθασες σαν τον χαρακτήρα της ενώ η Λότη Κόρνερ είναι ένα ντροπαλό κοριτσάκι με σφιχτοδεμένες κοτσίδες, που η Λουίζα επιμένει να προκαλεί...
        Μεγαλωμένη η μία στις όπερες της Βιέννης με τον μαέστρο πατέρα της, ενώ η άλλη ζει στο Μόναχο, στο μικροαστικό διαμέρισμα της υπαλλήλου μητέρας της, τ
και τώρα νιώθουν να τις ενώνει μια παράξενη φιλία, κάτω από τα περίεργα βλέμματα των υπόλοιπων παιδιών και των υπευθύνων της Κατασκήνωσης.
Πασχίζοντας να λύσουν το μυστήριο της ομοιότητάς τους,
θα φτάσουν σε μια ανακάλυψή, που θα τις οδηγήσει σε μια παράτολμη απόφαση.
Κι η περιπέτεια αρχίζει...

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Από τα πρώτα μυθιστορήματα που διάβασα ως παιδί, το "Λουίζα και Λότη" του Έριχ Κέστνερ είναι από τα βιβλία που δεν κατάφερα ποτέ να βγάλω από την καρδιά μου!!!
Ένα βιβλίο με ψυχή και φρεσκάδα -θαρρείς και γράφτηκε χθες.Ένα κοινωνικό βιβλίο που τα έχει όλα:
Ενδιαφέροντες χαρακτήρες, μια συγκινητική φιλία, πολλαπλές αλλά πειστικές ανατροπές , όμορφα μηνύματα κι απολαυστικό τρόπο γραφής.
Παρότι το "Das Doppelte Lottchen" εκδόθηκε το 1949 το θέμα του, η γλώσσα κι οι προβληματισμοί πίσω από τη συναρπαστική κ συγκινητική του ιστορία, παραμένουν επίκαιρα ακόμη και στη σημερινή εποχή.
             Η γλώσσα του Έριχ Κέστνερ είναι ευέλικτη, δροσερή με ένα υποδόριο χιούμορ, που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον ενός μικρού αναγνώστη, όντας ωστόσο σε θέση να κρατήσει καλή συντροφιά και σε ενήλικα.
              Ο συγγραφέας με ευαισθησία αφουγκράζεται τις συναισθηματικές διακυμάνσεις μιας κοριτσιστικής ψυχής και τις μεταδίδει με ακρίβεια χωρίς να πλατειάζει.
Παράλληλα η παιδική ματιά κατορθώνει να αφουγκραστεί και το δράμα των ενηλίκων με επαρκείς υπαινιγμούς.
          Η ιστορία ξεκινά με μια τυπική κοριτσιστική αντιπαλότητα που οι δυο ηρωίδες μας νιώθουν, ως δικαιολογημένη αντίδραση στο σοκ της τρομακτικής ομοιότητας.
Ο συγγραφέας, έπειτα, παρακολουθεί τις διαδρομές μιας κοριτσιστικης φιλίας απόλυτα αναγνωρίσιμης για κοριτσάκια Δημοτικού αλλά και την πρώιμη εφηβεία.
Η συνέχεια περιπετειώδης κι άκρως συγκινητική προσδίδει- εκτός από μια συναρπαστική πλοκή-  μια καινοτομία στο βιβλίο μας και μια τόλμη δυσεύρετη για παιδικό μυθιστόρημα:
          Πίσω από τις ανάλαφρες γραμμές του βιβλίου ο Έριχ Κέστνερ έρχεται να μιλήσει για το τραύμα του Διαζυγίου και τον τρόπο που κατακερμαρτίζει το κοσμοείδωλο των παιδιών, στρεβλώνοντάς τους το αρχερυπικό, το πρώτο μοντέλο σχέσεων που μπορούν να βιώσουν.
Μέσα από αυτήν την ιστορία ο Κέστνερ δείχνει πόσο πληγώνονται τα παιδιά όταν ο εγωισμός των γονέων διαλύει την Οικογένεια, διαρρηγνύοντας το πλέγμα των πρώιμων δεσμών που κανονικά θα έπρεπε να αποτελόυν σταθερές στο παιδικό σύμπαν.
Η ανασφάλεια, η μοναξιά, αλλά και η αγωνία που αναφύεται στην παιδική ψυχη όταν το παιδί βλέπει τον γονέα να ξαναφτιάχνει τη ζωή του.Ο άτυπος ανταγωνισμός 
Όλοι αυτοί οι κοινωνικοί προβληματισμοί φυσικά αναδεικνύονται πίσω από την κοριτσίστικη γλυκύτητα της Λουίζας και της Λότης, χωρίς ίχνος διδακτισμού καιμδίχως να βαρύνει το αποτέλεσμα.

Αντιθέτως ως την τελευταία σελίδα μικροί και μεγάλοι αναγνώστες παρακολουθούν τη Λουίζα και τη Λότη να απαντούν μαζί στο γρίφο και να ενώνουν ξανά τα χαμένα κομμάτια στο παζλ της ζωής τους, για να μας χαρίσουν ένα γλυκό χαμόγελο.
Η διαχρονικότητα του έργου αυτου αποδεικνύεται από τις πολυάριθμες μεταφορές του σε κινηματογράφο και τηλεόραση
Η έκδοση του Ψυχογιού ακολουθεί πιστά το γερμανικό πρωτότυπο ακόμη και στα εξαίσια σκίτσα του από τον Walter Triar.Η δε μετάφραση της Κίρας Σίνου στέκεται αντάξια της λογοτεχνικής της δεινότητας, αποδίδοντας τη διεισδυτική κ έξυπνη γραφή του Κέστνερ.
Το Λουίζα και Λότη 70 χρόνια ύστερα από την πρώτη του έκδοση στα γερμανικά ( κ 30 χρόνια αργότερα για την Ελλάδα) παραμένει ένα θαυμάσιο βιβλίο για παιδιά κ ιδιαίτερα για νεαρά κορίτσια, που σίγουρα θα διαπιστώσουν ότι "Φίλοι είναι τα αδέφια που επιλέγουμε..." 
Ένα υπέροχο μυθιστόρημα για την παιδική φιλια, την τόλμη να διεκδικούμε όσα δικαιούμαστε στη ζωή με θάρρος καθώς και την ανάγκη για μια δεμένη Οικογένεια...
Σε μια εποχή που προβάλλονται κίβδηλα πρότυπα και μια πρόωρη στροφή των παιδιών στη ματαιοδοξία της εικόνας βιβλία σαν του Έριχ Κέστνερ θα μας θυμίζουν όμορφες αξίες και θα στρέφουν τους μικρου΄ς αναγνώστες σε υγιή μονοπάτια σκέψης αφυπνίζοντας όμορφα την ψυχή.                    

Κάποιες ενδεικτικές αποδόσεις χωρίς καμιά να καλύπτει τη γλυκιά συγκίνηση που αναδίδουν οι σελίδες του βιβλίου.
Διασκευές: Δίδυμοι μπελάδες (1998), 
Charlie & Louise – Das doppelte Lottchen (1994),
 Η αδελφή μου και εγώ(1961), 
Τwo  Times Lotte (2007)

Das doppelte Lottchen (1950) #Ganzer'Film [German] HD || Josef von Báky


                                 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 
                                                                    

Ο Έριχ Κέστνερ (Emil Erich Kästner, Δρέσδη23 Φεβρουαρίου 1899 - Μόναχο29 Ιουλίου 1974) ήταν Γερμανός συγγραφέας, εκδότης και σεναριογράφος. Έγινε γνωστός ιδιαίτερα από τα παιδικά του έργα όπως ο Αιμίλιος και οι Ντετέκτιβ, Η διπλή Λόττε, Η τάξη που πετάει. Έγραψε επίσης πολλά κείμενα σατυρικού και κοινωνικοκριτικού περιεχομένου.