Όταν Άνθιζαν Τα Κολοκύθια, Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς
Κατηγορία:Σέρβικη Λογοτεχνία
Είδος:Κοινωνικό
Βαθμολογία 8,5/10
Μετάφραση: Λεωνίδας Χατζηπροδομίδης
Σελίδες : 110
Εκδόσεις: Παρασκήνιο ( Σπ. Μαρίνης)
Χρον. Έκδοσης: 1968
Κατηγορία:Σέρβικη Λογοτεχνία
Είδος:Κοινωνικό
Βαθμολογία 8,5/10
Σελίδες : 110
Εκδόσεις: Παρασκήνιο ( Σπ. Μαρίνης)
Χρον. Έκδοσης: 1968
Τιμή : 10,60- 7,42
Τίτλος Πρωτοτύπου: Кад су цветале тикве ή Kad su cvetale tikve.
Ποιος δε γνωρίζει τον κινηματογραφικό Ρόκυ με τον Σιλβέστερ Σταλόνε;
Στο πλαίσιο της Λογοτεχνίας, πάντως ξεχωρίζει ο...πυγμάχος του Τζακ Λόντον, μια κοινωνική καταγγελία ενάντια στην Πυγμαχία όπου αρχές του 20ου αιώνα άνθρωποι αλέθονταν στην ασυδοσία των παράνομων στοιχημάτων.
Η Σερβία ωστόσο εισηγείται τον δικό της ήρωα Πυγμάχο, τον Σπουργίτη Σρετενοβιτς, που μας τον συστήνει μέσα από ένα μεταπολεμικό δράμα η πένα του Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο Σέρβος μετανάστης "Λιούμπα" Σρετένοβιτς ζει με τη γυναίκα του την Ίλζε
και τον νόθο γιο εκείνης, τον μικρό Άνρε...
Κάπου κάπου αναπολεί τα πρώιμα χρόνια του στη Γιουγκοσλαβία.
Μια Γιουγκοσλαβία της φτώχειας και μιας τραχιάς αθωότητας, στη σκιά του Τίτο.
Στις αναμνήσεις του ξετυλίγεται μια άγρια νιότη στο σερβικο προάστιο Ντουσάνοβατς με τις συμμορίες των δρόμων να κυριαρχούν και τον έρωτα να γίνεται διακύβευμα αντρικής επιβολής.
Ντράγκανσε, Στόλε, Μαιμούνι...Πλάι τους σα σκιές παραστατίδες, η θεία Ρούζα, η Μίλινκα, Ντούσιτσα:
Μια μικροκοινωνία, ακατέργαστη, σκληρή, βίαιη, όπου η φιλία ακούει σε άγραφους κανόνες, με αμείλικτη νέμεση για τους παραβάτες...
Ενώ ο νεαρός Λιούμπα αρχίζει να διακρίνεται στο άθλημα της Πυγμαχίας ως ένα πολλά υποσχόμενο ταλέντο, βλέπει ένα ιδιότυπα καχύποπτο καθεστώς να σκορπίζει την οικογένειά του στους πέντε ανέμους...
Κι ενώ ο νεαρός πυγμάχος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη λαχτάρα της νίκης και το fair play, μια φριχτή απώλεια προκαλεί την ίδια του την τιμή, και "ζητά" αίμα για να ξεπλυθεί, μια ανοιξιατικη μέρα,ακριβώς τότε που.." ανθίζουν τα κολοκύθια"...
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
"Έχεις δει ποτέ γαμημένα άνθη κολοκυθιάς;", διερωτάται
μπροστά στον δήμιό της η ασθμαίνουσα ζωή, σε μια αγωνία πρόωρου θανάτου, που παραπέμπει στη σολώμεια αντιπαραβολή "των μύρων της άνοιξης με τη σκιά του θανάτου" στους "Ελεύθερους Πολιορκημένους" ή στο σπαρακτικό, λεβέντικο παράπονο του Αθανάσιου Διάκου, που ενώ τον σούβλιζαν αναφωνούσε
Για δες καιρό που διάλεξε
ο Χάρος να με πάρει
τώρα που ανθίζουν τα κλαριά
και βγάζει η γης χορτάρι
Εκείνοι που ενδιαφέρουν τον συγγραφέα δεν είναι ούτε οι αναμορφωτές, ούτε οι επαναστάτες, ούτε οι εξουσιαστές.
Είναι οι μικροί καθημερινοί ανθρωποι, που μοχθούν για την επιβίωση και διαβαίνουν τις χαμοζωές τους ανύποπτοι για τα τερτίπια της Πολιτικής, που τους σαρώνουν σαν αναλώσιμα.
Είναι εκείνοι οι...κομπάρσοι θαρρείς των μεγάλων στιγμών της Ιστορίας που υφίστανται όμως όλες τις συνέπειες των φιλόδοξων αποφάσεων και των Μεγάλων Ηγετών με τις "μικρές καρδιές".
Ο Μιχαήλοβιτς παραμερίζει λίγο τις..."σπουδαίες προσωπικότητες" και μας σεργιανίζει στα βρόμικα σοκάκια του Ντουσάνοβατς όπου κυριαρχούν οι αυτοσχέδιες συμμορίες νεαρών αντρών που αποπροσανατολισμένοι αναζητούν έναν σκοπό στη ζωή, μια δεκαετία μετά τον Πόλεμο και το σχίσμα μεταξύ Τίτο και Στάλιν.
Για να τους παρακολουθήσει ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια γλώσσα απλή, με απενοχοποιημένη ελευθεριότητα όπως μόνον οι αντρικές κουβέντες μπορεί να έχουν.
Κουβέντες που στάζουν ιδρώτα κι αίμα και παραπέμπουν λίγο στο ύφος του Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Μια γλώσσα που μπορεί κάπου ενοχλήσει τους λάτρεις του περίτεχνου λόγου.Ο Μιχαηλοβιτς επιτυγχάνει την πηγαία, επιθυμητή προφορικότητα παρουσιάζοντας το έργο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τον κεντρικό πρωταγωνιστή, γεμάτη με θράσος και λαϊκότητα.
Πρόκειται για τον ωραίο Λιούμπα, με το όνομά του να έλκει την ετυμολογική του ρίζα από τη σλάβικη λέξη Λιούμποφ= Αγάπη. Κάτι σαν το δικό μας "Αγάπιος".)
Ο Λιούμπα συγκεντρώνει τα στοιχεία ενός τραχύ αλλά καλόκαρδου εκκολαπτόμενου αθλητή που η καριέρα του ανακόπτεται απο την ίδια τη ζωή.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τα μυστικά του Πυγμάχου και τα όρια της αθλητικής ηθικής ακόμη και σε ένα άθλημα τόσο άγριο...Ο Μιχαήλοβιτς σε αυτό παραλαμβάνει τον σπόρο του προβληματισμού που έθεσε ο Τζακ Λόντον γύρω από τη φύση και τα ηθικά όρια του μποξ, συμβάλλοντας σε μια συστηματοποιηση κι έναν εξευγενισμό του.
Γύρω από τον Σρετένοβιτς, ο Μιχαήλοβιτς χαρτογραφεί ένα τοπίο ηθικής παρακμής όπου παρελαύνει ένας θίασος cult πρόσωπων.Ο κόσμος αυτός έχει όλο τον πρωτόλειο αυθορμητισμό ακατέργαστων κοινωνιών.
Φίλοι όπως ο Νταγκάντσε και άτυποι ανταγωνιστές σαν τον Στόλε πλαισιώνουν τον Λιούμπα.
Ανάμεσά τους ένας πολιτικός κρατούμενος ο Βλάντα που τις περιπέτειες του στο Γυμνό Νησί των αντιφρονούντων υπαινίσσεται ο Μιχαηλοβιτς (περιπτώσεις σαν τη δική του της συναντάμε στην "Εποχή Της Εξουσίας" του Τσόσιτς)
Στο παρασκήνιο οι γυναικείες φιγούρες ακολουθούν τον δικό τους ανήφορο.
Η Γυναίκα στον Μιχαήλοβιτς προβάλλει ηθικά ανώτερη από τον άντρα με τονισμένη όμως την υποβαθμισμένη της θέση, οπτική απόλυτα αναμενόμενη στα συντηρητικά Βαλκάνια του 1968.
Στο "Όταν Ανθίζουν Τα Κολοκύθια", η γυναίκα υπάρχει ως αθέατη φιγούρα που στηρίζει με ιώβεια υπόμονη το οικοδόμημα της οικογένειας,
είτε ως τρόπαιο κακόβουλου ανδρισμού και κοκορομαχιών του δρόμου,
είτε -ακόμη χειρότερα- ως αθώο θύμα ανόσιων ορέξεων.
Σε όλο το έργο υπάρχει ένα σκληρό περίβλημα όπου ο έρωτας κρύβεται επιμελώς κάτω από το πρόσχημα ενός επίπλαστου κυνισμού. Πίσω από αυτόν κοχλάζει ένας συναισθηματισμός που αποδεικνύεται από πράξεις, καθώς η δύσκολη ζωή δεν επιτρέπει ονειροπολήσεις ή τη χρονοτριβή του λυρισμού.
Αυτά είναι τα πρόσωπα κι ο Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς τα τοποθετεί σωστά, ενόσο σκηνοθετεί το μυθιστόρημα του πάνω στη φόρμα μιας αυθεντικής αρχαίας τραγωδίας με την κατάλληλη διαδρομή ως την κορύφωση.
Μιας τραγωδίας που χωρίς ίχνος πολιτικής αναφοράς πολιτικολογεί επί της ουσίας, θίγοντας τη βία στη ζωή του καθημερινού ανθρώπου.
Η κορύφωση που έρχεται σαν την αρχαιοελληνική νέμεση, αποδεικνύει το οδυνηρό βίωμα του Πολεμου έχει χαραχθεί τόσο βαθιά στο συλλογικό ασυνείδητο που μεταφέρεται από την πολιτική στην καθημερινή συνύπαρξη.
Κάθε έκφανση της πλοκής ακόμη και το ίδιο το αθλημα του πρωταγωνιστή ενέχει μια έκφραση αντίθεσης, μίσους κι επιβίωσης του Ισχυρότερου.
Απόλυτα αναμενόμενο για μια χώρα φλογισμένη από το πάθος και το μπαρούτι, όπως η Γιουγκοσλαβία, που δεινοπάθησε ανά την Ιστορία από τον ζόφο της Τουρκοκρατίας, ως τους Βαλκανικούς, τους 2 Παγκοσμίους και τα μίση των ετερόκλητων εθνότητων της.Μια χώρα που στη ράχη της σέρνει τα κόκκαλα των σφαγμένων παιδιών της αλλά και των φλόγερών αγωνιστών της και μετά από ένα Εμφύλιο, ακόμη πορεύεται τον Γολγοθά μιας αμφίρροπης ειρήνης.
Από το Κοσσυφοπέδιο του Λάζαρου και τον πύργο του Τσεγκάρ μεχρι τη γενοκτονία στο Γιασένοβατς, τους αδούλωτους Παρτιζάνους και το προσωποπαγές καθεστώς με την αδιαλλαξία που κάλυψε κ ουδέποτε επέλυσε τις εθνοτικές διαφορές, οι Γιουγκοσλάβοι έφεραν το στίγμα του πολέμου.
Αυτή ακριβώς, λοιπόν, η κληρονομιά του πολέμου αποτυπώνεται συμβολικά στη νουβέλα του Μιχαηλοβιτς μέσα από το δράμα των προσώπων, που την ακολουθούν σα μια αιματηρή ειμαρμένη εκόντες άκοντες...
Έκδηλη όμως γίνεται κι η επιθυμία του ήρωα , του Λιούμπα να αποτινάξει αυτό το συλλογικό εθνικό τραύμα από την ψυχή του και να αλλάξει πορεία, αναζητώντας την τύχη του στη Σουηδία.Ο Καβάφης, όμως, έχει ήδη προδιαγράψει το πεπρωμένο αυτής της ταλάνισμένης , δραπέτιδας ψυχής που αποζήτησε τη διαφυγή της: "Η Πόλις Θα Σ' Ακολουθεί"...
Και , " κάπως έτσι" το βιβλίο "Όταν Ανθίζουν Κολοκύθια" γίνεται μια κοινωνική νουβέλα για τα πάθη των καθημερινών ανθρώπων που συνθλίβονται από την Ιστορία...
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ DRAGOSLAV MIHAILOVIC
O Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς γεννήθηκε 17 Νοεμβρίου 1930 στην πόλη Τσούπρια της Σερβίας.
Η Σερβία ωστόσο εισηγείται τον δικό της ήρωα Πυγμάχο, τον Σπουργίτη Σρετενοβιτς, που μας τον συστήνει μέσα από ένα μεταπολεμικό δράμα η πένα του Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο Σέρβος μετανάστης "Λιούμπα" Σρετένοβιτς ζει με τη γυναίκα του την Ίλζε
και τον νόθο γιο εκείνης, τον μικρό Άνρε...
Κάπου κάπου αναπολεί τα πρώιμα χρόνια του στη Γιουγκοσλαβία.
Μια Γιουγκοσλαβία της φτώχειας και μιας τραχιάς αθωότητας, στη σκιά του Τίτο.
Στις αναμνήσεις του ξετυλίγεται μια άγρια νιότη στο σερβικο προάστιο Ντουσάνοβατς με τις συμμορίες των δρόμων να κυριαρχούν και τον έρωτα να γίνεται διακύβευμα αντρικής επιβολής.
Ντράγκανσε, Στόλε, Μαιμούνι...Πλάι τους σα σκιές παραστατίδες, η θεία Ρούζα, η Μίλινκα, Ντούσιτσα:
Μια μικροκοινωνία, ακατέργαστη, σκληρή, βίαιη, όπου η φιλία ακούει σε άγραφους κανόνες, με αμείλικτη νέμεση για τους παραβάτες...
Ενώ ο νεαρός Λιούμπα αρχίζει να διακρίνεται στο άθλημα της Πυγμαχίας ως ένα πολλά υποσχόμενο ταλέντο, βλέπει ένα ιδιότυπα καχύποπτο καθεστώς να σκορπίζει την οικογένειά του στους πέντε ανέμους...
Κι ενώ ο νεαρός πυγμάχος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη λαχτάρα της νίκης και το fair play, μια φριχτή απώλεια προκαλεί την ίδια του την τιμή, και "ζητά" αίμα για να ξεπλυθεί, μια ανοιξιατικη μέρα,ακριβώς τότε που.." ανθίζουν τα κολοκύθια"...
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
"Έχεις δει ποτέ γαμημένα άνθη κολοκυθιάς;", διερωτάται
μπροστά στον δήμιό της η ασθμαίνουσα ζωή, σε μια αγωνία πρόωρου θανάτου, που παραπέμπει στη σολώμεια αντιπαραβολή "των μύρων της άνοιξης με τη σκιά του θανάτου" στους "Ελεύθερους Πολιορκημένους" ή στο σπαρακτικό, λεβέντικο παράπονο του Αθανάσιου Διάκου, που ενώ τον σούβλιζαν αναφωνούσε
Για δες καιρό που διάλεξε
ο Χάρος να με πάρει
τώρα που ανθίζουν τα κλαριά
και βγάζει η γης χορτάρι
Εδώ όμως δεν υπάρχει καμιά αυτοθυσία, κανένας αγωνιστής της Λευτεριάς.Κανένας ηρωισμός δεν εξυμνείται στη νουβέλα αυτή, κανένα ανώτερο ιδανικό.
Με το "Όταν Άνθιζαν Τα Κολοκύθια" ο Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς συνθέτει μια ωδή στους αντιήρωες σε ένα κλίμα άκρως αντιεπικό.Εκείνοι που ενδιαφέρουν τον συγγραφέα δεν είναι ούτε οι αναμορφωτές, ούτε οι επαναστάτες, ούτε οι εξουσιαστές.
Είναι οι μικροί καθημερινοί ανθρωποι, που μοχθούν για την επιβίωση και διαβαίνουν τις χαμοζωές τους ανύποπτοι για τα τερτίπια της Πολιτικής, που τους σαρώνουν σαν αναλώσιμα.
Είναι εκείνοι οι...κομπάρσοι θαρρείς των μεγάλων στιγμών της Ιστορίας που υφίστανται όμως όλες τις συνέπειες των φιλόδοξων αποφάσεων και των Μεγάλων Ηγετών με τις "μικρές καρδιές".
Ο Μιχαήλοβιτς παραμερίζει λίγο τις..."σπουδαίες προσωπικότητες" και μας σεργιανίζει στα βρόμικα σοκάκια του Ντουσάνοβατς όπου κυριαρχούν οι αυτοσχέδιες συμμορίες νεαρών αντρών που αποπροσανατολισμένοι αναζητούν έναν σκοπό στη ζωή, μια δεκαετία μετά τον Πόλεμο και το σχίσμα μεταξύ Τίτο και Στάλιν.
Για να τους παρακολουθήσει ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια γλώσσα απλή, με απενοχοποιημένη ελευθεριότητα όπως μόνον οι αντρικές κουβέντες μπορεί να έχουν.
Κουβέντες που στάζουν ιδρώτα κι αίμα και παραπέμπουν λίγο στο ύφος του Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Μια γλώσσα που μπορεί κάπου ενοχλήσει τους λάτρεις του περίτεχνου λόγου.Ο Μιχαηλοβιτς επιτυγχάνει την πηγαία, επιθυμητή προφορικότητα παρουσιάζοντας το έργο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τον κεντρικό πρωταγωνιστή, γεμάτη με θράσος και λαϊκότητα.
Πρόκειται για τον ωραίο Λιούμπα, με το όνομά του να έλκει την ετυμολογική του ρίζα από τη σλάβικη λέξη Λιούμποφ= Αγάπη. Κάτι σαν το δικό μας "Αγάπιος".)
Ο Λιούμπα συγκεντρώνει τα στοιχεία ενός τραχύ αλλά καλόκαρδου εκκολαπτόμενου αθλητή που η καριέρα του ανακόπτεται απο την ίδια τη ζωή.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τα μυστικά του Πυγμάχου και τα όρια της αθλητικής ηθικής ακόμη και σε ένα άθλημα τόσο άγριο...Ο Μιχαήλοβιτς σε αυτό παραλαμβάνει τον σπόρο του προβληματισμού που έθεσε ο Τζακ Λόντον γύρω από τη φύση και τα ηθικά όρια του μποξ, συμβάλλοντας σε μια συστηματοποιηση κι έναν εξευγενισμό του.
Γύρω από τον Σρετένοβιτς, ο Μιχαήλοβιτς χαρτογραφεί ένα τοπίο ηθικής παρακμής όπου παρελαύνει ένας θίασος cult πρόσωπων.Ο κόσμος αυτός έχει όλο τον πρωτόλειο αυθορμητισμό ακατέργαστων κοινωνιών.
Φίλοι όπως ο Νταγκάντσε και άτυποι ανταγωνιστές σαν τον Στόλε πλαισιώνουν τον Λιούμπα.
Ανάμεσά τους ένας πολιτικός κρατούμενος ο Βλάντα που τις περιπέτειες του στο Γυμνό Νησί των αντιφρονούντων υπαινίσσεται ο Μιχαηλοβιτς (περιπτώσεις σαν τη δική του της συναντάμε στην "Εποχή Της Εξουσίας" του Τσόσιτς)
Στο παρασκήνιο οι γυναικείες φιγούρες ακολουθούν τον δικό τους ανήφορο.
Η Γυναίκα στον Μιχαήλοβιτς προβάλλει ηθικά ανώτερη από τον άντρα με τονισμένη όμως την υποβαθμισμένη της θέση, οπτική απόλυτα αναμενόμενη στα συντηρητικά Βαλκάνια του 1968.
Στο "Όταν Ανθίζουν Τα Κολοκύθια", η γυναίκα υπάρχει ως αθέατη φιγούρα που στηρίζει με ιώβεια υπόμονη το οικοδόμημα της οικογένειας,
είτε ως τρόπαιο κακόβουλου ανδρισμού και κοκορομαχιών του δρόμου,
είτε -ακόμη χειρότερα- ως αθώο θύμα ανόσιων ορέξεων.
Σε όλο το έργο υπάρχει ένα σκληρό περίβλημα όπου ο έρωτας κρύβεται επιμελώς κάτω από το πρόσχημα ενός επίπλαστου κυνισμού. Πίσω από αυτόν κοχλάζει ένας συναισθηματισμός που αποδεικνύεται από πράξεις, καθώς η δύσκολη ζωή δεν επιτρέπει ονειροπολήσεις ή τη χρονοτριβή του λυρισμού.
Αυτά είναι τα πρόσωπα κι ο Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς τα τοποθετεί σωστά, ενόσο σκηνοθετεί το μυθιστόρημα του πάνω στη φόρμα μιας αυθεντικής αρχαίας τραγωδίας με την κατάλληλη διαδρομή ως την κορύφωση.
Μιας τραγωδίας που χωρίς ίχνος πολιτικής αναφοράς πολιτικολογεί επί της ουσίας, θίγοντας τη βία στη ζωή του καθημερινού ανθρώπου.
Η κορύφωση που έρχεται σαν την αρχαιοελληνική νέμεση, αποδεικνύει το οδυνηρό βίωμα του Πολεμου έχει χαραχθεί τόσο βαθιά στο συλλογικό ασυνείδητο που μεταφέρεται από την πολιτική στην καθημερινή συνύπαρξη.
Κάθε έκφανση της πλοκής ακόμη και το ίδιο το αθλημα του πρωταγωνιστή ενέχει μια έκφραση αντίθεσης, μίσους κι επιβίωσης του Ισχυρότερου.
Απόλυτα αναμενόμενο για μια χώρα φλογισμένη από το πάθος και το μπαρούτι, όπως η Γιουγκοσλαβία, που δεινοπάθησε ανά την Ιστορία από τον ζόφο της Τουρκοκρατίας, ως τους Βαλκανικούς, τους 2 Παγκοσμίους και τα μίση των ετερόκλητων εθνότητων της.Μια χώρα που στη ράχη της σέρνει τα κόκκαλα των σφαγμένων παιδιών της αλλά και των φλόγερών αγωνιστών της και μετά από ένα Εμφύλιο, ακόμη πορεύεται τον Γολγοθά μιας αμφίρροπης ειρήνης.
Από το Κοσσυφοπέδιο του Λάζαρου και τον πύργο του Τσεγκάρ μεχρι τη γενοκτονία στο Γιασένοβατς, τους αδούλωτους Παρτιζάνους και το προσωποπαγές καθεστώς με την αδιαλλαξία που κάλυψε κ ουδέποτε επέλυσε τις εθνοτικές διαφορές, οι Γιουγκοσλάβοι έφεραν το στίγμα του πολέμου.
Αυτή ακριβώς, λοιπόν, η κληρονομιά του πολέμου αποτυπώνεται συμβολικά στη νουβέλα του Μιχαηλοβιτς μέσα από το δράμα των προσώπων, που την ακολουθούν σα μια αιματηρή ειμαρμένη εκόντες άκοντες...
Έκδηλη όμως γίνεται κι η επιθυμία του ήρωα , του Λιούμπα να αποτινάξει αυτό το συλλογικό εθνικό τραύμα από την ψυχή του και να αλλάξει πορεία, αναζητώντας την τύχη του στη Σουηδία.Ο Καβάφης, όμως, έχει ήδη προδιαγράψει το πεπρωμένο αυτής της ταλάνισμένης , δραπέτιδας ψυχής που αποζήτησε τη διαφυγή της: "Η Πόλις Θα Σ' Ακολουθεί"...
Και , " κάπως έτσι" το βιβλίο "Όταν Ανθίζουν Κολοκύθια" γίνεται μια κοινωνική νουβέλα για τα πάθη των καθημερινών ανθρώπων που συνθλίβονται από την Ιστορία...
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ DRAGOSLAV MIHAILOVIC
O Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς γεννήθηκε 17 Νοεμβρίου 1930 στην πόλη Τσούπρια της Σερβίας.
Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολική Βελιγραδίου το 1957.
Το 1950 συνελήφθη κι έμεινε εξόριστος στο "Γυμνό Νησί".
Έχει κάνει απίθανες δουλειές για να επιβιώσει.
Το πρώτο του βιβλίο Φρέντε, καληνύχτα" μια συλλογή διηγημάτων, που δημοσιεύτηκε το 1967 κι απέσπασε το Οκτωβριανό Βραβείο Βελιγραδίου.Το 1968 δημοσιεύτηκε η νουβέλα "'Όταν Άνθιζαν Τα Κολοκύθια", που μεταφράστηκε στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά και στα ισπανικά, στα σλοβένικα,στα σουηδικά, στα βουλγάρικα και βέβαια, στα ελληνικά!
Το 1975 δημοσιεύεται το Στεφάνι της Πετρούλας που απέσπασε Βραβείο Άντριτς κι έτυχε κινηματογραφικής και τηλεοπτικής μεταφοράς, έχοντας μεταφραστεί στα ρωσικά, στα πολωνικά,στα ουγγρικά.
Το 1983 δημοσιεύτηκε ο πρώτος τόμος από το Μυθιστόρημα "Οι Άνθρωποι Με Τις Μπότες" που βραβεύθηκε από το περιοδικό ΝΙΝ το 1984.
Από το 1981 είναι αντεπιστέλλον μέλος της Σέρβικης Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου